Το ζεϊ­μπέ­κι­κο δύ­σκο­λα χο­ρεύ­ε­ται. Δεν έχει βή­μα­τα· εί­ναι ιε­ρα­τι­κός χο­ρός με εσω­τε­ρι­κή έντα­ση και νό­η­μα που ο χο­ρευ­τής οφεί­λει να το γνω­ρί­ζει και να το σέ­βε­ται. Εί­ναι η σω­μα­τι­κή έκ­φρα­ση της ήτ­τας. Η απελ­πι­σία της ζω­ής. Το ανεκ­πλή­ρω­το όνει­ρο. Εί­ναι το «δεν τα βγά­ζω πέ­ρα». Το κα­κό που βλέ­πεις να έρ­χε­ται. Το πα­ρά­πο­νο των ψυ­χών που δεν προ­σαρ­μό­στη­καν στην τά­ξη των άλ­λων. Το ζεϊ­μπέ­κι­κο δεν χο­ρεύ­ε­ται πο­τέ στην ψύ­χρα ει μη μό­νον ως κού­φια επί­δει­ξη.

Ο χο­ρευ­τής πρέ­πει πρώ­τα «να γί­νει», να φτιά­ξει κε­φά­λι με πο­τά και όρ­γα­να, για να ανέ­βουν στην επι­φά­νεια αυ­τά που τον τρώ­νε.

Η πε­ρι­γρα­φή της προ­ε­τοι­μα­σί­ας εί­ναι σα­φής:

Παί­ξε, Χρή­στο, το μπου­ζού­κι,

ρί­ξε μια γλυ­κιά πε­νιά,

σαν γε­μί­σω το κε­φά­λι,

γύρ­να το στη ζεϊ­μπε­κιά.

(Τσέ­τσης)

Ο αλη­θι­νός άντρας δεν ντρέ­πε­ται να φα­νε­ρώ­σει τον πό­νο ή την αδυ­να­μία του· αγνο­εί τις κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις και τον ρη­χό κα­θω­σπρε­πι­σμό. Συ­μπά­σχει με τον στί­χο ο οποί­ος εκ­φρά­ζει σε κά­ποιον βαθ­μό την προ­σω­πι­κή του πε­ρί­πτω­ση, γι' αυ­τό επι­λέ­γει το τρα­γού­δι που θα χο­ρέ­ψει και αυ­το­σχε­διά­ζει σε πο­λύ μι­κρό χώ­ρο τα­πει­νά και με αξιο­πρέ­πεια. Δεν σαλ­τά­ρει ασύ­στο­λα δε­ξιά κι αρι­στε­ρά· βρί­σκε­ται σε κα­τά­νυ­ξη. Η πιο κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή για να φέ­ρει μια μαύ­ρη βόλ­τα εί­ναι η στιγ­μή της μου­σι­κής γέ­φυ­ρας, εκεί που και ο τρα­γου­δι­στής ανα­σαί­νει. Ο σω­στός χο­ρεύ­ει άπαξ· δεν μο­νο­πω­λεί την πί­στα. Το ζεϊ­μπέ­κι­κο εί­ναι σαν το «Πά­τερ Ημών». Τα εί­πες όλα με τη μία. Τα με­γά­λα ζεϊ­μπέ­κι­κα εί­ναι βα­ριά, θα­να­τε­ρά:

Ίσως αύ­ριο χτυ­πή­σει πι­κρα­μέ­να

του θα­νά­του η κα­μπά­να και για μέ­να.

(Τσι­τσά­νης)

*****

Τι πά­θος ατε­λεί­ω­το που εί­ναι το δι­κό μου,

όλοι να θέ­λουν τη ζωή κι εγώ το θά­να­τό μου.

(Βαμ­βα­κά­ρης)

Το ζεϊ­μπέ­κι­κο δεν σε κά­νει μά­γκα*· πρέ­πει να εί­σαι για να το χο­ρέ­ψεις. Οι τσι­χλί­μα­γκες με το τζελ που πα­τά­νε ομα­δι­κά στα­φύ­λια στην πί­στα εκ­φρά­ζουν ακρι­βώς το χά­ος που διευ­θε­τεί η εσω­τε­ρι­κή αυ­στη­ρό­τη­τα και το μέ­τρο του ζεϊ­μπέ­κι­κου.

 Το ζεϊ­μπέ­κι­κο δεν χο­ρεύ­ε­ται σε οι­κο­γε­νεια­κές εξό­δους ή γιορ­τές στο σπί­τι· απά­δει προς το πνεύ­μα. Πό­σο μάλ­λον όταν υπάρ­χουν κου­τσού­βε­λα που κυ­κλο­φο­ρούν τρι­γύ­ρω πα­ντε­λώς αναί­σθη­τα. Εί­ναι χο­ρός μο­να­χι­κός. Όταν το μνή­μα χά­σκει στα πό­δια σου, ο τό­πος δεν ση­κώ­νει άλ­λον. Εί­ναι προ­σβο­λή να ενο­χλή­σει μια ξέ­νη κι απρό­σκλη­τη πα­ρου­σία. Γι' αυ­τό κά­ποιοι ανί­δε­οι αρι­στε­ροί δια­νο­ού­με­νοι ερ­μή­νευ­σαν την επι­βε­βλη­μέ­νη ερη­μία του χο­ρού με τα δι­κά τους φο­βι­κά σύν­δρο­μα· απο­κά­λε­σαν το ζεϊ­μπέ­κι­κο «εξου­σια­στι­κό χο­ρό», που πε­ριέ­χει, δή­θεν, μια «αό­ρα­τη απει­λή». Εί­δαν, φαί­νε­ται, κά­ποιον σκυ­λό­μα­γκα να χο­ρεύ­ει και τρό­μα­ξαν. Όμως, και έναν κυ­ριού­λη αν ενο­χλή­σεις στο βαλ­σά­κι του, κι αυ­τός θα αντι­δρά­σει. 

monaxikos2 Το ζεϊ­μπέ­κι­κο δεν εί­ναι γυ­ναι­κεί­ος χο­ρός. Απα­γο­ρεύ­ε­ται αυ­στη­ρώς σε γυ­ναί­κα να εκ­δη­λώ­σει καη­μούς ενώ­πιον τρί­των· εί­ναι προ­σβο­λή γι' αυ­τόν που τη συ­νο­δεύ­ει. Αν δεν εί­ναι σε θέ­ση να ανα­κου­φί­σει τον πό­νο της, αυ­τό τον μειώ­νει ως άντρα και δεν μπο­ρεί να το δε­χτεί. Και στο μά­τι δεν κολ­λά­ει. Μια γυ­ναί­κα δεν εί­ναι μά­γκας· εί­ναι θη­λυ­κό ή τί­πο­τα. Κι ένας άντρας, πρώ­τα αρ­σε­νι­κό και με­τά όλα τ' άλ­λα. Αυ­τό εί­ναι το αρ­χέ­τυ­πο. Κι αν το εποι­κο­δό­μη­μα γέρ­νει κα­μιά φο­ρά χα­ρω­πά, η βά­ση μέ­νει ακλό­νη­τη. Εξαι­ρού­νται οι γυ­ναί­κες με­γά­λης ηλι­κί­ας που μπο­ρεί να έχουν προ­σω­πι­κά βά­σα­να: χη­ρεία ή πέν­θος για παι­διά. (Κι όμως εί­δα σπου­δαίο ζεϊ­μπέ­κι­κο από δύο γυ­ναί­κες· τη Λι­λή Ζω­γρά­φου, που αυ­το­σχε­δί­α­ζε έχο­ντας αγκα­λιά­σει τον εαυ­τό της από τους ώμους με τα χέ­ρια χια­στί σαν αρ­χαία τρα­γω­δός· και μια νε­α­ρή που­τά­να σε ένα κα­τα­γώ­γιο των Τρι­κά­λων, πιο αυ­τε­ξού­σ

ια απ' όλους τους αρ­σε­νι­κούς εκεί μέ­σα.) Η με­γά­λη τα­ρα­χή εί­ναι οι χω­ρι­κοί. Σε πλα­τεί­ες χω­ριών, με την ευ­και­ρία του το­πι­κού πα­νη­γυ­ριού ή άλ­λης γιορ­τής, κά­τι κα­ρα­μπου­ζου­κλή­δες ετε­ρο­δη­μό­τες χο­ρεύ­ου­νε ζεϊ­μπέ­κι­κο στο χώ­μα· προ­φα­νώς για να δεί­ξου­νε στους συγ­χω­ρια­νούς τους πό­σο μά­γκες γί­να­νε στην πό­λη. Οι άν­θρω­ποι της υπαί­θρου δεν έχουν μπει στο νό­η­μα κι ού­τε μπο­ρούν να εν­νο­ή­σουν. Τα δι­κά τους ζό­ρια εί­ναι κυ­κλι­κά· έρ­χο­νται, περ­νά­νε και ξα­να­έρ­χο­νται σαν τις επο­χές του χρό­νου. Δεν εί­ναι όλη η ζωή ρη­μά­δι. Γι' αυ­τό χο­ρεύ­ουν εξώ­στρε­φα, κά­νουν φούρ­λες, ση­κώ­νουν το γό­να­το ή όλο το πό­δι, κοι­τά­νε τους γύ­ρω αν τους προ­σέ­χουν, χα­μο­γε­λά­νε χο­ρεύ­ο­ντας. Μι­λά­νε με τον Θεό των βρο­χών και του ήλιου, όχι τον σκο­τει­νό Θεό του χα­μό­σπι­του και των κα­τα­γω­γί­ων. Δεν γί­νε­ται καν λό­γος για το τσίρ­κο που χο­ρεύ­ει επι­δει­κτι­κά, ση­κώ­νει τρα­πέ­ζια με τα δό­ντια και ισορ­ρο­πεί πο­τή­ρια στο κε­φά­λι του. Ή τη φρι­κώ­δη κα­ρι­κα­τού­ρα ζεϊ­μπέ­κι­κου που πα­ρου­σιά­ζουν οι χο­ρευ­τές στις πα­λιές ελ­λη­νι­κές ται­νί­ες και προ­σφά­τως στα τη­λε­ο­πτι­κά σό­ου. Το ζεϊ­μπέ­κι­κο εί­ναι κλει­στός χο­ρός, με οδύ­νη και εσω­τε­ρι­κό­τη­τα. Δεν απευ­θύ­νε­ται στους άλ­λους. Ο χο­ρευ­τής δεν επι­κοι­νω­νεί με το πε­ρι­βάλ­λον. monaxikos3Πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω από τον εαυ­τό του, τον οποίο το­πο­θε­τεί στο κέ­ντρο του κό­σμου. Για πάρ­τη του καί­γε­ται, για πάρ­τη του πο­νά­ει και δεν επι­ζη­τεί οί­κτο από τους γύ­ρω. Τα ψα­λί­δια, τα τι­νάγ­μα­τα, οι ισορ­ρο­πί­ες στο ένα πό­δι εί­ναι για τα πα­νη­γύ­ρια. Το πο­λύ να χτυ­πή­σει το δά­πε­δο με το χέ­ρι «ν' ανοί­ξει η γη να μπει». Και, όσο χο­ρεύ­ει, τό­σο μαυ­ρί­ζει. Πό­τε μ' ανοι­χτά τα μπρά­τσα με­ταρ­σιώ­νε­ται σε αϊ­τό που επι­πί­πτει κα­τά πα­ντός υπεύ­θυ­νου για τα πά­θη του και πό­τε σκύ­βει τσα­κι­σμέ­νος σε ικε­σία προς τη μοί­ρα και το θείο. Τα πα­λα­μά­κια που χτυ­πά­νε οι φί­λοι ή οι γκό­με­νες κα­λύ­τε­ρα να λεί­πουν. Ο πό­νος του άλ­λου δεν απο­θε­ώ­νε­ται. Το πιο σω­στό εί­ναι να πε­ρι­μέ­νουν τον χο­ρευ­τή να τε­λειώ­σει και να τον κε­ρά­σουν.

 Να πιού­νε στην υγειά του· δη­λα­δή να του γιά­νει ο καη­μός που τον έκα­νε να χο­ρέ­ψει.

Ει­πώ­θη­κε πως το ζεϊ­μπέ­κι­κο σβή­νει. Ο αρ­χαϊ­κός χο­ρός της Θρά­κης που τον με­τέ­φε­ραν οι ζεϊ­μπέ­κη­δες στη Μι­κρά Ασία και τον επα­νέ­φε­ραν στην Ελ­λά­δα οι πρό­σφυ­γες του 1922 έχει ολο­κλη­ρώ­σει τον ιστο­ρι­κό του κύ­κλο· δεν έχει θέ­ση σε μια νέα κοι­νω­νία με άλ­λα αι­τή­μα­τα και άλ­λες προ­τε­ραιό­τη­τες. Μπο­ρεί και να γί­νει έτσι. Αν χα­θούν η αδι­κία, ο έρω­τας και ο πό­νος· αν βρε­θεί ένας άλ­λος τρό­πος που οι άντρες θα μπο­ρούν να εκ­φρά­ζουν τα αι­σθή­μα­τά τους με τό­ση ομορ­φιά και ευ­γέ­νεια, μπο­ρεί να χα­θεί και το ζεϊ­μπέ­κι­κο. Όμως βλέ­πεις με­ρι­κές φο­ρές κά­τι πα­λι­κά­ρια να γε­μί­ζουν την πί­στα με ήθος και λε­βε­ντιά που σε κά­νουν να ελ­πί­ζεις όχι απλώς για τον συ­γκε­κρι­μέ­νο χο­ρό, αλ­λά για τον κό­σμο ολό­κλη­ρο. 


* Ο μά­γκας εί­ναι άντρας σε­μνός, κα­λο­ντυ­μέ­νος και μο­να­χι­κός. Δεν εί­ναι επι­δει­κτι­κό κου­τσα­βά­κι και αλα­νιά­ρης. Όπως ανα­φέ­ρε­ται και στο Μεί­ζον Ελ­λη­νι­κό Λε­ξι­κό, «μά­γκας: έξυ­πνος και με συ­μπε­ρι­φο­ρά που ται­ριά­ζει σε άντρα».

Άρ­θρο του Διο­νύ­ση Χα­ρι­τό­που­λου στην εφη­με­ρί­δα Τα Νέα, 14/9/2002.

Αντι­κλεί­δι, https://​antikleidi.​com

Αντι­κλεί­δι, Ο μο­να­χι­κός θρή­νος - το ζεϊ­μπέ­κι­κο

  • 1
  • 2
  • 3